- φαροφυλακή
- ηειδική υπηρεσία που ασχολείται με τη φύλαξη των φάρων που δεν είναι αυτόματοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαροφυλακή — η, Ν ναυτ. ειδική υπηρεσία τού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, αρμόδια για το προσωπικό που υπηρετε[ή συντηρεί τους αυτόματους και τους μη αυτόματους φάρους, για την επίβλεψη τής λειτουργίας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + φυλακή (πρβλ. ακτο… … Dictionary of Greek
φαροφύλακας — ο ο φύλακας φάρου, ο κατώτατος βαθμός στη φαροφυλακή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)